Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Οι Άνθρωποι (Ποίημα)

Το παρακάτω ποίημα το ανακάλυψα στο διαδίκτυο, σε ανύποπτο χρόνο. Δεν γνωρίζω τον ποιητή. Ας είναι καλά, όποιος κι αν είναι!... Τον ευχαριστώ, από καρδιάς…


Οι άνθρωποι

Σας αντάμωσα στην αρχή της πορείας μου
τότε που με μόνη αποσκευή τα όνειρά μου
είχα κινήσει για το μεγάλο ταξίδι.
Τότε... λίγο πριν αποφασίσω για της ζωής μου το δρόμο
σας συνάντησα...
Κι ήσασταν αλήθεια πολλοί... Άνθρωποι... άνθρωποι...
Και προχωρούσατε...
και πηγαίνατε χωρίς πουθενά να σκοντάφτετε,
γιατ' ήταν κατηφόρα ο δρόμος σας.
Και κατεβαίνατε... και κατεβαίνατε...
με το ίδιο πάντα αργό βήμα,
λες και φοβόσασταν μη φτάσετε κάποτε στο τέρμα.
Κι ήταν κλειστές οι εκκλησίες σας
και σβησμένες οι λαμπάδες σας.
Κι ήταν δίχως σημαίες τα κάστρα σας
κι αραχνιασμένα τα καμπαναριά σας.
Μόνο βιολιά αντηχούσαν στον δρόμο σας
τα βιολιά... κι οι φωνές σας.
Ναι!... ήσασταν στ' αλήθεια πολλοί.
Άνθρωποι... άνθρωποι...
που τριβόσασταν αγκώνα μ' αγκώνα,
μα τα χέρια σας ήταν άδεια.
Άνθρωποι πολλοί
που όμως ήσασταν ξένοι κι έρημοι
μες στην πληθώρα των ανθρώπων.
Τότε...
Ζήτησα να δω τα μάτια σας
και δεν βρήκα παρά μαύρους κύκλους γύρω απ' αυτά.
Ζήτησα ν' ακούσω το τραγούδι σας
και σας άκουσα μονότονα να επαναλαμβάνετε
"όλα πάνε καλά".
Έψαξα να βρω τις καρδιές σας
και μού’πατε πως τις είχατε από χρόνια αμπαρωμένες
κι ίσως... να μη ζούσανε πια.
Ρώτησα για τα όνειρά σας
και μ' απαντήσατε πως είχαν πεθάνει, πριν γεννηθούν.
Έψαξα για χαμόγελα
και δεν βρήκα παρά συμμετρικές κινήσεις
που αγγίζανε μόνο τα χείλη σας.
Τότε... ρώτησα…
πού βγάζει ο δρόμος σας
και μου δείξατε ένα μνήμα...
"για κει τραβάμε όλοι" μού’πατε με μια φωνή
και βιαστήκατε ν' αλλάξουμε συζήτηση.
Κι ωστόσο...
Λέγατε πως ήσασταν ευτυχισμένοι.
Κι ήτανε αναμμένα τα πλούσια φώτα σας
κι είχατε λουλούδια στους δρόμους.
Κι ήταν γεμάτες οι βιτρίνες σας
από φτηνές πραγμάτειες
και ντυμένα τα λόγια σας με χαρτιά πολυτελείας.
Όλα φάνταζαν στον δρόμο σας
κι όλα μοιάζαν με χρυσάφι.
Κι έπαιζαν σειρηνικά τα βιολιά σας
και ηχούσαν τα βιολιά σας.
Κι αντηχούσαν σαν κλάμα και... σαν κλάμα.
Και φωνάζατε σείς..
Και γελούσατε...
Και γλεντούσατε...
Και γλεντούσατε... δίχως μάτια και δίχως καρδιά
δίχως χαμόγελα και δίχως τραγούδια...
δίχως όνειρα και δίχως τέρμα…
κι ωστόσο λέγατε πως ήσασταν ευτυχισμένοι.
Όμως...
Τί κι αν είστε οι πολλοί στην πορεία σας;
Τί κι αν στιγμή δε νυστάζουν τα δικά σας βιολιά;
Τί με νοιάζει εμένα;
Προτιμώ τον ανήφορο.
Τους γενναίους της γης που ολοένα προχωρούν
από κορφή σ' άλλη κορφή να πάνε.
Προτιμώ τα μάτια μου.
Προτιμώ του ήλιου το φως.
Προτιμώ τις καμπάνες.
Προτιμώ τις σημαίες.
Προτιμώ το Τέρμα... εκείνο το Τέρμα
που βγάζει απ' τα νέφη κι απ' τον ήλιο πιο πάνω.
Προτιμώ τον ανήφορο!...
Να πεθάνω εγώ
δεν μπορώ να πεθάνω!...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Με συγκίνησε το ποίημα. Σίγουρα δεν το έγραψες εσύ? Λες ότι το βρήκες στο διαδίκτυο, αλλά ξέρω πόσο μετριόφρων είσαι...

Ανώνυμος είπε...

Μακάρι να το είχα γράψει.... Το αγαπώ τόσο πολύ! Το κουβαλάω χρόνια στην ψυχή μου...

Αν είχα καταφέρει να είμαι τόσο μετριόφρων, τότε θα είχα παρουσιάσει και τα δικά μου γραπτά (στο άλλο μου blog), ως γραμμένα από άλλους. Tα αγαπώ πολύ, όμως, κι εκείνα (ιδίως τα "de profudis" περί Πολιτισμού), που δεν μπορώ να τ'απαρνηθώ...