Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Βρες χρόνο


Βρες χρόνο για δουλειά,

Αυτό είναι το τίμημα της ευτυχίας.


Βρες χρόνο για σκέψη,

Αυτό είναι η πηγή της δύναμης.


Βρες χρόνο για παιχνίδι,

Αυτό είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης.


Βρες χρόνο για διάβασμα,

Αυτό είναι το θεμέλιο της γνώσης.


Βρες χρόνο για όνειρα,

Αυτά θα τραβήξουν το όχημά σου στ’ αστέρια.


Βρες χρόνο ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι,

Αυτό είναι το προνόμιο των Θεών.


Βρες χρόνο να κοιτάς ολόγυρά σου,

Είναι πολύτιμη η μέρα για να είσαι εγωιστής.


Βρες χρόνο να γελάς

Αυτό είναι η μουσική της ψυχής.



Υ.Γ. Μια παραλλαγή του παραπάνω είχα αναρτήσει, στο παρελθόν, εδώ:

http://eaglestefanos.blogspot.com/2007/11/blog-post_19.html

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

«Το πολύτιμο πετράδι [Μια παραβολή για τη θλίψη στη ζωή μας]»


«Εις ένα κοσμηματοπωλείον βλέπω δύο πολύτιμα πετράδια, είναι τα ίδια, όμοια στο χρώμα, στο μέγεθος, καθαρά και ωραία. Αλλά το ένα ε΄ναι πολύ πιο λαμπερό και ακτινοβολεί, ενώ το άλλο είναι θαμπό. Ο κοσμηματοπώλης μου εξηγεί: “Είναι η ίδια πέτρα –μου λέγει- αλλ’ η μιά, αυτή που λάμπει, είναι πολύ δουλεμένη, έχει 80 πλευρές μικροσκοπικές, ενώ η άλλη, η θαμπή, έχει μόνον 8. Δεν είναι δουλεμένη, όπως η άλλη”.

Τότε εσκέφθην και είπα μέσα μου, “κύτταξε, κάθε πλευρά θα πη και μια κοψιά, με σκληρό εργαλείο, έπειτα λείανσις, κατεργασία στον τροχό, λουστράρισμα κ.λπ. Αν είχε στόμα τώρα η πέτρα αυτή θα μο έλεγε: ‘Να’ξερες τι υπέφερα για να φθάσω σ’αυτή τη θέση!! 80 κοψιές, τροχοί, βάσανα!!’. Ναι, αλλά τώρα όλα αυτά πέρασαν, θα της έλεγα και σου μένει αυτή η αναφαίρετη λάμψη και ωραιότης”.

Έτσι είναι και με τα βάσανα και τας δοκιμασίας των πιστών. Είναι “προς το συμφέρον, εις το μεταλαβείν τη αγιότητος Αυτού”, διά να λάμπωμεν αιωνίως εν τη δόξη του Πατρός»


[Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κούρκουλα “500 πετράδια” Αθήναι]



Υ.Γ. (κοινό υστερόγραφο για όλες τις σημερινές αναρτήσεις μου στα 4 ιστολόγιά μου): Το θέμα “Πόνος, θλίψη κ.λπ.” απασχολεί σήμερα όλα μου τα ιστολόγια. Συγκεκριμένα:

α) Στο αρχικό - βασικό μου ιστολόγιο, το “Seagull”, ανάρτησα ένα σημερινό (“πουρνό –πουρνό”…) κείμενό μου, με τίτλο “Πόνος, μόχθος, κόπος… Δάκρυ και Ιδρώτας…”, εδώ: http://seagullstefanos.blogspot.com/2009/01/blog-post_29.html

β) Στο “Σπουργίτι” μου ανάρτησα ένα αρκετά παλιό κείμενό μου, για “τον Πόνο και το Κλάμα”, εδώ: http://spourgitistefanos.blogspot.com/2009/01/blog-post_29.html

γ) Στο “Eagle” μου ανάρτησα μια παραβολή για τη θλίψη στη ζωή μας, με τίτλο “Το πολύτιμο πετράδι”, από ένα παλαιό βιβλίο του Κωνσταντίνου Κούρκουλα με τίτλο “500 πετράδια”, εδώ: http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/blog-post_29.html

δ) Και, τέλος, στην “Κλέφτρα Κίσσα”, σήμερα ανάρτησα το “Πόνος” από το blogAqua” [εδώ: http://kleftrakissa.blogspot.com/2009/01/blog-aqua.html] και χθες ένα άλλο κείμενο, με τίτλο “Κουβεντιάζοντας με τον πόνο” από το blogLockheart” του e-φίλου Σπύρου [εδώ: http://kleftrakissa.blogspot.com/2009/01/blog-lockheart_28.html]


Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Πλάτωνος “Πολιτεία” - Κεφάλαιο 7 : Ο μύθος της σπηλιάς και των σκιών


-Φαντάσου την ανθρώπινη φύση ως προς την παιδεία και την απαιδευσία, σαν μια εικόνα που παριστάνει μια τέτοια κατάσταση. Δες λοιπόν με τη φαντασία σου ανθρώπους που κατοικούν μέσα σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό της ψηλά στην οροφή, προς το φως, σε όλο το μήκος της σπηλιάς μέσα της να είναι άνθρωποι αλυσοδεμένοι από την παιδική ηλικία στα πόδια και στον αυχένα, έτσι ώστε να είναι καρφωμένοι στο ίδιο σημείο και να μπορούν να βλέπουν μόνο μπροστά τους και να μην είναι σε θέση, εξαιτίας των δεσμών, να στρέφουν τα κεφάλια τους ολόγυρα. Κι οι ανταύγειες της φωτιάς που καίει πίσω τους να είναι πάνω και μακριά από αυτούς. Και ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, προς τα πάνω, να υπάρχει ένας δρόμος που στο πλάι του να είναι χτισμένο ένα τοιχάκι, όπως τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί μπροστά από τους ανθρώπους, και πάνω απ' αυτά τους επιδεικνύουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.

-Βλέπω, είπε.

-Φαντάσου λοιπόν κοντά σε τούτο το τοιχάκι, ανθρώπους να μεταφέρουν αντικείμενα κάθε είδους, που προεξέχουν από το τοιχάκι, καθώς και ανδριάντες και κάποια άλλα αγάλματα ζώων, πέτρινα και ξύλινα και κατασκευασμένα με κάθε είδους υλικό, και, όπως είναι φυσικό, από αυτούς που τα μεταφέρουν άλλοι μιλούν και άλλοι μένουν σιωπηλοί.

-Παράδοξη εικόνα περιγράφεις, και παράδοξους συνάμα δεσμώτες, είπε.

-Μα είναι όμοιοι με μας, είπα εγώ και πρώτα και κύρια, νομίζεις πως αυτοί έχουν δει κάτι άλλο από τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους που είναι μαζί, εκτός από τις σκιές που δημιουργεί η φωτιά, και που αντανακλούν ακριβώς απέναντί τους στον τοίχο της σπηλιάς;

-Μα πως είναι δυνατόν, είπε, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατάνε ακίνητα τα κεφάλια τους εφ' όρου ζωής;

-Κι από αυτά που μεταφέρονται ; Δεν θα έχουν δει ακριβώς το ίδιο;

-Τι άλλο;

-Κι αν θα μπορούσαν να συνομιλούν μεταξύ τους, δεν νομίζεις πως σ' αυτά που βλέπουν θεωρούν πως αναφέρονται οι ονομασίες που δίνουν;

-Αναγκαστικά.

-Τι θα συνέβαινε, αν το δεσμωτήριο τους έστελνε αντίλαλο από τον απέναντι τοίχο, κάθε φορά που κάποιος από τους περαστικούς μιλούσε, νομίζεις πως θα θεωρούσαν πως αυτός που μιλάει είναι τίποτε άλλο από τη φευγαλέα σκιά;

-Μα το Δία, όχι βέβαια, είπε.

-Και σε κάθε περίπτωση, είπα εγώ, αυτοί δεν θα θεωρούν τίποτα άλλο σαν αληθινό, παρά τις σκιές των αντικειμένων.

-Απόλυτη ανάγκη, είπε.

-Σκέψου όμως, είπα εγώ, ποια θα μπορούσε να είναι η λύτρωσή τους και η θεραπεία τους και από τα δεσμά κι από την αφροσύνη, αν τους συνέβαιναν τα εξής: Αν κάθε φορά, δηλαδή, που θα λυνόταν κάποιος και θ' αναγκαζόταν ξαφνικά να σταθεί και να βαδίσει και να γυρίσει τον αυχένα του και να δει προς το φως, κι όλ' αυτά θα τα έκανε με μεγάλους πόνους και μέσα από τα λαμπυρίσματα δεν θα μπορούσε να διακρίνει εκείνα, που μέχρι τότε έβλεπε τις σκιές τους, τι νομίζεις πως θ' απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε πως τότε έβλεπε φλυαρίες, ενώ τώρα είναι κάπως πιο κοντά στο ον και πως έχει στραφεί προς όντα που πραγματικά και βλέπει με σωστότερο τρόπο, και αν του έδειχνε το καθένα από αυτά που περνούσαν, ρωτώντας τον τι είναι και αναγκάζοντάς τον ν' αποκριθεί, δεν νομίζεις πως αυτός θ' απορούσε και θα νόμιζε πως αυτά που έβλεπε τότε ήταν πιο αληθινά από τα τωρινά που του δείχνουν;

-Και πολύ μάλιστα, είπε.

-Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε να βλέπει προς το ίδιο το φως, δεν θα πονούσαν τα μάτια του και δεν θα έφευγε για να ξαναγυρίσει σ' εκείνα που μπορεί να δει καλά, και δεν θα νόμιζε πως εκείνα στην πραγματικότητα είναι πιο ευκρινή από αυτά που του δείχνουν;

-Έτσι, είπε.

-Και αν, είπα εγώ, τον τραβούσε κανείς με τη βία από εκεί, μέσα από ένα δρόμο κακοτράχαλο κι ανηφορικό, και δεν τον άφηνε, πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, δεν θα υπέφερε τάχα και δεν θα αγανακτούσε όταν τον έπαιρναν, κι αφού θα έφτανε στο φως, δεν θα πλημμύριζαν τα μάτια του από τη λάμψη και δεν θα του ήταν αδύνατο να δει ακόμα κι ένα απ' αυτά που τώρα ονομάζονται αληθινά;

-Όχι βέβαια, δεν θα μπορούσε έτσι ξαφνικά, είπε.

-Έχω την εντύπωση πως θα χρειαζόταν να συνηθίσει, αν σκοπεύει να δει τα πράγματα που είναι πάνω. Και στην αρχή θα μπορούσε πολύ εύκολα να διακρίνει καλά τις σκιές, και μετά απ' αυτό, πάνω στην επιφάνεια του νερού τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων, και κατόπιν αυτά τα ίδια. Και μετά από αυτά, τ' αντικείμενα που είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να δει ευκολότερα τη νύχτα, βλέποντας το φως των άστρων και της σελήνης, παρά στη διάρκεια της μέρας, τον ήλιο και το ηλιόφως.

-Πως όχι;

-Τελευταίο θα μπορούσε νομίζω να δει τον ήλιο, όχι στην επιφάνεια του νερού ούτε σε κάποια διαφορετική θέση τα είδωλά του, αλλά θα μπορούσε να δει καλά τον ήλιο καθαυτό στο δικό του τόπο και να παρατηρήσει προσεκτικά τι είδους είναι.

-Κατ' ανάγκη, είπε.

-Και μετά θα συλλογιζόταν τότε για κείνον, πως αυτός είναι που ρυθμίζει τις εποχές και τους χρόνους και που κανονίζει τα πάντα στον ορατό κόσμο, καθώς και ο αίτιος, κατά κάποιο τρόπο, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.

-Είναι φανερό, είπε, πως αυτά θα συμπεράνει ύστερα από τα προηγούμενα.

-Τι λες λοιπόν; Όταν αναλογίζεται την πρώτη του κατοικία και την εκεί σοφία που είχε αυτός και οι τότε συνδεσμώτες του, δεν νομίζεις πως θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για τούτη την αλλαγή και θα οικτίρει τους άλλους;

-Και πολύ μάλιστα.

-Κι αν υπήρχαν μεταξύ τους τότε κάποιες τιμές και έπαινοι και βραβεία γι' αυτόν που θα μπορούσε να διακρίνει πιο καθαρά αυτά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια του και γι' αυτόν που θα μπορούσε να θυμηθεί περισσότερο ποια συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια μετά και ποια ταυτόχρονα, και έτσι θα μπορεί να προβλέπει τι θα έρθει στο μέλλον, νομίζεις πως αυτός θα κατεχόταν από σφοδρή επιθυμία και θα ζήλευε τους τιμημένους από κείνους και τους μεταξύ εκείνων κυρίαρχους ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και πολύ θα επιθυμούσε "να ήταν ζωντανός στη γη κι ας δούλευε για άλλον, που είναι ο φτωχότερος" και θα προτιμούσε να έχει πάθει τα πάντα, παρά να νομίζει εκείνα που νόμιζε και να ζει έτσι εκεί;

-Έτσι νομίζω τουλάχιστον, είπε, πως θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε παρά να ζει έτσι.

-Και τώρα βάλε στο μυαλό σου το εξής, είπα εγώ. Αν κατέβει αυτός πάλι και καθίσει στον ίδιο θρόνο, δεν θα ξαναγεμίσουν τάχα τα μάτια του σκοτάδι, αφού ήρθε ξαφνικά από τον ήλιο;

-Και πολύ μάλιστα, είπε.

-Αν χρειαζόταν ν' ανταγωνιστεί αυτός με κείνους τους παντοτινούς δεσμώτες, λέγοντας την άποψή του σχετικά με τις σκιές, καθόσον χρόνο η όρασή του είναι αμβλεία, πριν προσαρμοστούν τα μάτια του, και για να συνηθίσουν δεν θα χρειαζόταν και τόσο μικρός χρόνος, άραγε δεν θα προκαλούσε περιπαιχτικά γέλια και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν πως με το ν' ανεβεί επάνω, γύρισε με καταστραμμένα τα μάτια του και πως δεν αξίζει ούτε να προσπαθήσουν καν να πάνε επάνω; Και αυτόν που θα επιχειρήσει να τους λύσει και να τους ανεβάσει, αν τους δινόταν κάπως η ευκαιρία να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;

-Αναμφίβολα, είπε.

-Αυτή την εικόνα λοιπόν, φίλε μου Γλαύκωνα, είπα εγώ, πρέπει να την προσαρμόσεις σε όλα όσα είπαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις τον ορατό κόσμο με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και τη φωτιά που αντιφέγγιζε μέσα σ' αυτή με τη δύναμη του ηλιακού φωτός. Αν όμως παρομοιάσεις την ανάβαση και τη θέα των αντικειμένων, που βρίσκονται στον επάνω κόσμο, με την άνοδο της ψυχής στον νοητό κόσμο, δεν θα σφάλεις ως προς τη δική μου άποψη, αφού επιθυμείς να την ακούσεις. Κι ο θεός τουλάχιστον ξέρει αν τυχαίνει να είναι αληθινή. Εμένα λοιπόν έτσι μου φαίνεται. Πως στην περιοχή του γνωστού η ιδέα του αγαθού είναι τελευταία και μετά βίας διακρίνεται, όταν όμως τη διακρίνει κανείς δεν μπορεί να μην συλλογιστεί πως αυτή είναι η αιτία για όλα γενικά τα σωστά και καλά πράγματα, γεννώντας μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και γιατί μέσα στον νοητό κόσμο αυτή είναι που διευθύνει και παρέχει την αλήθεια και τον νου και πως πρέπει να την ατενίσει οπωσδήποτε αυτός που εννοεί να ενεργήσει φρόνιμα και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.

-Συμφωνώ κι εγώ, είπε, με όποιον τρόπο βέβαια μπορώ.

-Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, συμφώνησε και με αυτό εδώ και μην απορήσεις που όσοι ήρθαν εδώ δεν θέλουν ν' ασχολούνται με τις ανθρώπινες ασχολίες, αλλά οι ψυχές τους επιθυμούν σφοδρά να διαμένουν πάντα στον επάνω κόσμο. Γιατί είναι φυσικό βέβαια να γίνεται έτσι, αφού κι αυτό επίσης να είναι σύμφωνο με την εικόνα που περιγράψαμε πριν.

-Είναι φυσικό βέβαια, είπε.

-Τι λες; Θεωρείς παράξενο κάτι σαν αυτό εδώ, είπα εγώ, αν κάποιος που από τα θεϊκά θεάματα πέφτει στα ανθρώπινα κακά και κάνει απρέπειες και φαίνεται υπερβολικά γελοίος, καθώς ακόμα δεν καλοβλέπει, πριν συνηθίσει στο σκοτάδι του παρόντος, αναγκάζεται ν' αγωνίζεται στα δικαστήρια ή κάπου αλλού σχετικά με τις σκιές του δικαίου ή με τα είδωλα από τα οποία προέρχονται οι σκιές, και να διαγωνίζεται για τις ιδέες που έχουν για τη δικαιοσύνη αυτοί που ουδέποτε την είδαν;

-Δεν είναι καθόλου παράξενο, είπε.

-Αλλά, αν έχει κανείς μυαλό, είπα εγώ, θα μπορούσε να θυμηθεί πως στα μάτια συμβαίνουν δυο ειδών ανωμαλίες και από δύο αφορμές, όταν πηγαίνει κανείς από το φως στο σκοτάδι και όταν πηγαίνει από το σκοτάδι στο φως. Αφού θεωρήσει πως τα ίδια ακριβώς γίνονται και στην ψυχή, όταν δει κάποια ν' ανησυχεί και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι καθαρά, δεν θα πρέπει να γελάει αλόγιστα, αλλά να εξετάζει καλά τι από τα δύο συμβαίνει, δεν βλέπει καλά στο σκοτάδι από τη συνήθεια, επειδή έχει έρθει από φωτεινότερη ζωή, ή από την περισσότερη αμάθεια ήρθε στο φωτεινότερο και έχει πλημμυρίσει από το φωτεινό λαμπύρισμα, και έτσι τη μια θα τη μακαρίσει για το βίωμά της και για τη ζωή της, ενώ την άλλη θα την οικτίρει. Κι αν θέλει να γελάει μαζί της, το γέλιο του θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ό,τι το γέλιο εις βάρος της ψυχής που έφτασε από πάνω, από το φως.

-Και μάλιστα τα λες πολύ σωστά, είπε.

-Πρέπει λοιπόν εμείς, είπα, αν αυτά είναι αληθινά, να πιστέψουμε το εξής: Ότι η παιδεία δεν είναι τέτοια που ισχυρίζονται μερικοί που την έχουν για επάγγελμα. Ισχυρίζονται γενικά πως δεν υπάρχει επιστήμη μέσα στην ψυχή, αλλά την βάζουν αυτοί, σαν να βάζουν όραση στα μάτια των τυφλών.

-Πραγματικά το ισχυρίζονται, είπε.

-Ο δικός μας λόγος τώρα, είπα, εννοεί πως αυτή τη δύναμη που υπάρχει μέσα στην ψυχή του καθενός και το όργανο με το οποίο μαθαίνει ο καθένας, σαν ένα μάτι που δεν μπορεί με άλλο τρόπο, παρά μαζί με ολόκληρο το σώμα, να στραφεί από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να την στρέφει μαζί με όλη την ψυχή από το γιγνόμενο, ώσπου να μπορεί να υπομένει τη θέαση προς το ον και προς το φωτεινότατο μέρος του όντος. Αυτό το μέρος ισχυριστήκαμε πως είναι το αγαθό, έτσι δεν είναι;

-Ναι.

-Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη της περιστροφής αυτού του οργάνου, για να επινοήσει με ποιο τρόπο θα στραφεί ευκολότατα και ωφελιμότατα, όχι για να δημιουργήσει σ' αυτό το όργανο την όραση, αφού την κατέχει, αλλά για να επινοήσει το πώς θα στραφεί, επειδή δεν έχει τη σωστή κατεύθυνση και δεν βλέπει όπου πρέπει.


κ.λπ.


Πηγή της συγκεκριμένης μετάφρασης:

http://www.geocities.com/athens_5th_century/POLITEIA7.htm


Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ήρθε η στιγμή


Μου στάλθηκε πρόσφατα το παρακάτω κείμενο, που σαφέστατα θυμίζει και μάλλον είναι επηρεασμένο από το “Αργός Χορός” που είχα αναρτήσει παλαιότερα, το οποίο θα το βρείτε εδώ: http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/blog-post_05.html


Ήρθε η στιγμή


Ήρθε η στιγμή.

Έγινε η αλλαγή.

Θα φορτώσεις στο χρόνο τα ατέλειωτα όνειρά σου,

Θα στοιβάξεις τα συναισθήματα να χωρέσουν στη δράση σου,

Κοντοστάσου.

Παρατήρησε τα παιδιά που παίζουν “γύρω – γύρω όλοι”.

Άκουσε τη βροχή που χτυπά στο έδαφος.

Παρακολούθησε το ζωηρό πέταγμα της πεταλούδας.

Κοίτα τον ήλιο που χάνεται στον ορίζοντα.

Κοντοστάσου.

Ο χρόνος είναι λίγος και είναι πολύτιμος.

Η μουσική δεν θα κρατήσει για πάντα.

Χόρευε πιο αργά.

Περίμενε την απάντηση όταν ρωτάς κάποιον τι κάνει.

Μείνε ξαπλωμένος το βράδυ στο κρεβάτι σου κι ονειροπόλησε.

Χόρευε πιο αργά.

Η μουσική δεν θα κρατήσει για πάντα.

Κοντοστάσου.

Μην αφήνεις μια φιλία να πεθάνει γιατί δεν έχεις χρόνο να τηλεφωνήσεις.

Παίξε τώρα με το παιδί σου.

Όχι αύριο! Αύριο θα έχει μεγαλώσει…

Δώσε λίγη χαρά σε αυτούς πουδεν έχουν πια να δώσουν.

Χάνεις τη μισή ευχαρίστηση όταν τρέχεις τόσο γρήγορα τη μέρα σου να φτάσεις.

Είναι σαν ένα δώρο που δεν ανοίγεις και το πετάς μακριά.

Η ζωή δενείναι αγώνας.

Κόψε ταχύτητα.

Άκουσε τη μουσική πριν τελειώσει το τραγούδι…


Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Η επί του Όρους Ομιλία

Καταβὰς μετ᾿ αὐτῶν ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε·

μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν. πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε. οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν. ᾿Αλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς. παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει. καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί. Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, καὶ ἀπολυθήσεσθε· δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ, ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν. Εἶπε δὲ παραβολὴν αὐτοῖς· μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται; οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ· κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ. Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότεδιαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου. οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν τοῦ ἀδελφοῦ σου. οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν· ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν. ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ. Τί δέ με καλεῖτε Κύριε Κύριε, καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω; πᾶς ὁ ἐρχόμενος πρός με καὶ ἀκούων μου τῶν λόγων καὶ ποιῶν αὐτούς, ὑποδείξω ὑμῖν τίνι ἐστὶν ὅμοιος· ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομοῦντι οἰκίαν, ὃς καὶ ἔσκαψε καὶ ἐβάθυνε καὶ ἔθηκε θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν· πλημμύρας δὲ γενομένης προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἴσχυσε σαλεῦσαι αὐτήν· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν. ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ ποιήσας ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομήσαντι οἰκίαν ἐπὶ τὴν γῆν χωρὶς θεμελίου· ᾗ προσέρρηξεν ὁ ποταμός, καὶ εὐθὺς ἔπεσε, καὶ ἐγένετο τὸ ῥῆγμα τῆς οἰκίας ἐκείνης μέγα.

[Κατά Λουκάν κεφ.ΣΤ’ 17-49]

* * * * * * * * *


᾿Ιδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων·

μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν. μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴνδικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶτὸν Θεὸν ὄψονται. μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἔνεκεν ἐμοῦ. χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν. ῾Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις· ὃς δ᾿ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. ᾿Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου. ῎Ισθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἓως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτὴς σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ· ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην. ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇεἰς γέενναν. καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν. ᾿Ερρέθη δέ· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναίκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ, μοιχᾶται. Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως· μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο· τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς. ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς, ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν; ῎Εσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.

Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖςοὐρανοῖς. ῞Οταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ῥύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἐστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν. οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖνὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπί τῆςγῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν. ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδείς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει, οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃτῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲπρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς.

Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶνἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς. Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεαι. ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; εἰ οὖν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν; Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται. Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς. τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν! Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες. ᾿Απὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα; οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ. οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν. πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν. Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς, ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν· καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν. καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον· καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη.

Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.

[Κατά Ματθαίον κεφ. Ε', ΣΤ'΄ και Ζ']


Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Life like a train

A while back, I read a very interesting book that compared life to a train ride or a series of train rides. Life is like a train ride, it read. We get on. We ride. We get off. We get back on and ride some more. There are accidents and there are delays. At certain stops there are surprises. Some of these will translate into great moments of joy, some will result in profound sorrow. When we are born and we first board the train, we meet people whom we think will be with us for the entire journey. Those people are our parents! Sadly, this is far from the truth. Our parents are with us for as long as we absolutely need them. They too have journeys they must complete. We live on with the memories of their love, affection, friendship, guidance and their ever presence. There are others who board the train and who eventually become very important to us, in turn. These people are our brothers, sisters, friends and acquaintances, whom we will learn to love, and cherish. Some people consider their journey like a jaunty tour. They will just go merrily along. Others, will encounter many upsets, tears, losses on their journey. Others still, will linger on to offer a helping hand to anyone in need. Some people on the train will leave an everlasting impression when they get off… Some will get on and get off the train so quickly, they will scarsely leave a sign that they ever travelled along with you or ever crossed your path… We will sometimes be upset that some passengers whom we love, will choose to sit in another compartment and leave us to travel on our own. Then again, there’s nothing that says we can’t seek them out anyway. Nevertheless, once sought out and found, we may not even be able to sit next to them because that seat will already be taken. That’s okay …everyone’s journey will be filled with hopes, dreams, challenges, setbacks and goodbyes. We must strive to make the best of it… no matter what... We must constantly strive to understand our travel companions and look for the best in everyone. Remember that at any moment during our journey, any one of our travel companions can have a weak moment and be in need of our help. We too may vacilate or hesitate, even trip… hopefully we can count on someone being there to be supportive and understanding… The bigger mystery of our journey is that we don’t know when our last stop will come. Neither do we know when our travel companions will make their last stop. Not even those sitting in the seat next to us. Personally, I know I’ll be sad to make my final stop…. I’m sure of it! My separation from all those friends and acquaintances I made during the train ride will be painful. Leaving all those I’m close to will be a sad thing. But then again, I’m certain that one day I’ll get to the main station only to meet up with everone else. They’ll all be carrying their baggage… most of which they didn’t have when they first got on this train. I’ll be glad to see them again. I’ll also be glad to have contributed to their baggage… and to have enriched their lives, just as much as they will have contributed to my baggage and enriched my life. We’re all on this train ride together. Above all, we should all try to strive to make the ride as pleasant and memorable as we can, right up until we each make the final stop and leave the train for the last time. All aboard! Safe journey!! BON VOYAGE!


Greek “translation” here:

http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/blog-post_18.html

Το τραίνο της ζωής

Πριν από λίγο καιρό διάβασα ένα βιβλίο, το οποίο παρομοίαζε τη ζωή με ένα ταξίδι με το τρένο. Ένα πολύ ενδιαφέρον έργο.

Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες. Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε ότι θα μας συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού: τους γονείς μας. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, τη στοργή, τη φιλία και τη συντροφιά τους. Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για μας. Είναι τα αδέρφια μας, οι φίλοι μας κι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε. Μερικά από τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδι σαν ένα μικρό περίπατο. Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους. Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που τους χρειάζονται. Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μία αιώνια λαχτάρα. Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά κι εμείς, δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί.. Μας εκπλήσσει, ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο, κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού. Αυτονόητα απέχουμε, και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι. Δυστυχώς μερικές φορές δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι ήδη κατειλημμένη.. Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι: γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς… αλλά χωρίς επιστροφή.

Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα από αυτούς. Ας θυμόμαστε ότι σε κάθε τμήμα της διαδρομής ένας από τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόησή μας. Ακόμη κι εμείς μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει που θα μας καταλάβει. Το μεγάλο μυστήριο του ταξιδιού είναι ότι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας. Πιστεύω ότι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα από το τρένο..... Ναι, αυτό πιστεύω. Ο χωρισμός από μερικούς φίλους που συνάντησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού

θα είναι οδυνηρός. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό κι έχω την αίσθηση ότι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση.. Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη, ότι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πιο πολύτιμες. Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο τέλος να δούμε ότι άξιζε τον κόπο. Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σ’ αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.

Σ’ αυτούς, που είναι μέρος του δικού μου τρένου, εύχομαι Καλό Ταξίδι!




Αγγλικό αντίστοιχο κείμενο, εδώ:
http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/life-like-train.html


Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Τα φίλτρα του Σωκράτη

Λέγεται ότι μια μέρα, ενώ ο Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του. Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να του κάνει τρεις ερωτήσεις.

-Τρεις ερωτήσεις; ρώτησε με απορία ο άλλος.

-Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις. Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;

-Ε…. όχι ακριβώς, απλά άκουσα να το λένε…

-Μάλιστα άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα.

-Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο αυτό της καλοσύνης. Aυτό που πρόκειται να μου πεις για τον μαθητή μου είναι κάτι καλό;

-Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…

-Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης θέλεις να πεις κάτι κακό για τον μαθητή μου
αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.

Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.

-Παρόλα αυτά συνέχισε ο Σωκράτης μπορεί ακόμα να με ενδιαφέρει τι έχεις να πεις γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για τον μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;

-Όχι δεν νομίζω…

-Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό ούτε χρήσιμο, γιατί θα πρέπει να το ακούσω;

Ο συνομιλητής του Σωκράτη έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα…

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

«Τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις με το χρήμα (Κινέζικη παροιμία)»


Με το χρήμα μπορείς…

…να αγοράσεις μια κατοικία, αλλά όχι ένα σπίτι.

…να αγοράσεις ένα ρολόι, αλλά όχι χρόνο.

…να αγοράσεις ένα κρεβάτι, αλλά όχι ξεκούραση.

…να αγοράσεις ένα βιβλίο, αλλά όχι καλλιέργεια.

…να αγοράσεις ένα φάρμακο, αλλά όχι υγεία.

…να αγοράσεις μια θέση, αλλά όχι σεβασμό.

…να αγοράσεις αίμα, αλλά όχι ζωή.

…να αγοράσεις sex, αλλά όχι αγάπη.


[Χιουμοριστική συνέχεια:]

Λοιπόν, όπως βλέπεις, το χρήμα δεν είναι το παν. Και συχνά προκαλεί πόνο και συμφορά. Στο λέω, διότι είμαι φίλος σου. Και ως φίλος σου θέλω να αφαιρέσω από σένα τον πόνο και τη συμφορά. Γι’ αυτό, στείλε μου όλα σου τα χρήματα και θα υποφέρω εγώ για σένα!...



Αγγλικό αντίστοιχο κείμενο, εδώ:

http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/what-money-can-buy-chinese-proverb.html

What money can buy / Chinese proverb about money

Money…

…Can buy you a house. But not a home.

…Can buy you a clock. But not time.

…Can buy you a bed. But not sleep.

…Can buy you a book. But not knowledge.

…Can buy you medicine. But not health.

…Can buy you a position. But it not respect.

…Can buy you blood. But not life.

…Can buy you sex. But not love.


[Funny continuing]:

…So, as you can see, money isn't everything. And it often causes pain and suffering. I tell you this because I am your friend. And as your friend I want to take away your pain and suffering! So, send me all your money and I will suffer for you! Cash only please!...



Greek “translation” here:

http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/blog-post_14.html


Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

«Τα παράδοξα της εποχής μας»


Σήμερα…

…έχουμε πλατύτερους δρόμους, αλλά στενότερες αντιλήψεις.

...έχουμε περισσότερες ανέσεις, αλλά λιγότερο χρόνο.

…έχουμε περισσότερη γνώση, αλλά λιγότερη κρίση.

…έχουμε περισσότερα πτυχία, αλλά λιγότερο “κοινό νου”.

…έχουμε περισσότερους ειδήμονες, αλλά περισσότερα προβλήματα.

…έχουμε περισσότερα φάρμακα και λιγότερη υγεία.

…ξοδεύουμε απερίσκεπτα, γελάμε λίγο, οδηγούμε γρήγορα, εξαγριωνόμαστε εύκολα, ξενυχτάμε συχνά, διαβάζουμε λίγο, βλέπουμε πολύ τηλεόραση και δεν σεβόμαστε τους άλλους.

…πολλαπλασιάζαμε τα υπάρχοντά μας, αλλά μειώσαμε τις αξίες μας.

…μιλούμε πολύ, αγαπούμε σπάνια, μισούμε και ψευδόμαστε συχνά.

…μάθαμε να εξασφαλίζουμε τα προς το ζην, αλλά δεν μάθαμε να ζούμε.

…προσθέσαμε χρόνια στη ζωή μας, αλλά όχι ζωή στα χρόνια μας.

…έχουμε ψηλότερα σπίτια, αλλά “κοντύτερη” ψυχική διάθεση.

…έχουμε μεγαλύτερα σπίτια και μικρότερες οικογένειες.

…έχουμε φαρδύτερους αυτοκινητόδρομους, αλλά στενότερους ορίζοντες και αντίληψη.

…ξοδεύουμε περισσότερα, αλλά έχουμε λιγότερα.

…αγοράζουμε περισσότερα, αλλά τα απολαμβάνουμε λιγότερο.

…πήγαμε στο φεγγάρι και γυρίσαμε, αλλά δυσκολευόμαστε να διασχίσουμε το δρόμο για να συναντήσουμε τον γείτονά μας.

…κατακτήσαμε το διάστημα, αλλά χάνουμε τον δικό μας πλανήτη και τον εσωτερικό μας κόσμο.

…διασπάσαμε το άτομο, αλλά όχι και τις προκαταλήψεις μας.

…γράφουμε περισσότερο, αλλά διαβάζουμε λιγότερο.

…σχεδιάζουμε περισσότερα, αλλά πραγματοποιούμε λιγότερα.

…μάθαμε να βιαζόμαστε, αλλά όχι να περιμένουμε.

…έχουμε υψηλότερα εισοδήματα, αλλά χαμηλότερες ηθικές αξίες.

…έχουμε περισσότερους τρόπους και μέσα επικοινωνίας, αλλά λιγότερη επικοινωνία.

…έχουμε (μεγαλύτερη) ποσότητα, αλλά όχι (ή, έστω, λιγότερη) ποιότητα.

…ζούμε στην εποχή των υψηλών κερδών και των ρηχών ηθικών ανθρωπίνων σχέσεων.

…υπάρχουν πιο όμορφα σπίτια, αλλά και πιο πολλά διαλυμένα σπίτια.

…υπάρχουν περισσότερα τρόφιμα, αλλά χειρότερη διατροφή.

…η βιτρίνα της ζωής μας φαίνεται πλούσια και γεμάτη, η αποθήκη της, όμως, είναι έρημη και άδεια.


Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους προτείνω από εδώ και πέρα να μην αφήνουμε τίποτα για “ειδικές περιπτώσεις”, διότι κάθε μέρα που ζούμε είναι μια “ειδική περίπτωση”. Ψάξτε για γνώση, διαβάστε περισσότερο, καθίστε και θαυμάστε τη θέα χωρίς να δίνετε σημασία στις άλλες ανάγκες σας. Ξοδέψτε περισσότερο χρόνο με την οικογένειά σας και με τους φίλους σας. Η ζωή πρέπει να είναι άθροισμα στιγμών ευχαρίστησης και απόλαυσης και όχι μόνο επιβίωσης. Πιές στο καλύτερο κρυστάλλινο ποτήρι που έχεις. Μην κρύβεις την καλύτερη κολώνια, αλλά χρησιμοποίησέ την κάθε μέρα. Εξαφάνισε από το λεξιλόγιό σου εκφράσεις όπως “κάποιες από αυτές τις ημέρες” ή “κάποια μέρα” και “όχι τώρα, κάποια άλλη φορά”. Γράψε σήμερα, τώρα, εκείνο το γράμμα που σκεφτόσουν να γράψεις “μια απ’ αυτές τις μέρες”. Πες στα μέλη της οικογένειάς σου και στους φίλους σου πόσο πολύ τους αγαπάς. Μην καθυστερείς τίποτα που προσθέτει γέλιο και χαρά στη ζωή σου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό είναι ξεχωριστό. Διότι δεν ξέρεις εάν θα είναι και το τελευταίο…


Αγγλικό αντίστοιχο κείμενο, εδώ:

http://eaglestefanos.blogspot.com/2009/01/paradox-of-our-times.html


Πρβλ. και:

http://pantou.livepage.gr/blog/1237/13091

http://sobaresapopseis.blogspot.com/2008/09/blog-post_9342.html

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=144

και, ιδίως:

http://taxalia.blogspot.com/2008/12/paradoksa.html

όπου υπό την μορφή “παρουσίασης slides