Μέσ’ από τα κάγκελα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν έναν – ένα,
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το σερνό,
ώ πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ώ μεγάλε ραψωδέ μας.
[Το παραπάνω ποίημα το έγραψε ο Σωτήρης Σκίπης, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Κωστή Παλαμά και το απήγγειλε στην κηδεία του, μια ιδιαίτερη εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού κατά την γερμανική κατοχή. Το θυμήθηκα (διότι κάτι έχει να μας πει…), γράφοντας ένα κείμενο περί ελευθερίας, που αναρτήθηκε στο άλλο ιστολόγιό μου: http://seagullstefanos.blogspot.com/2007/11/blog-post_26.html]
της απέραντής μας φυλακής
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν έναν – ένα,
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το σερνό,
ώ πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ώ μεγάλε ραψωδέ μας.
[Το παραπάνω ποίημα το έγραψε ο Σωτήρης Σκίπης, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Κωστή Παλαμά και το απήγγειλε στην κηδεία του, μια ιδιαίτερη εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού κατά την γερμανική κατοχή. Το θυμήθηκα (διότι κάτι έχει να μας πει…), γράφοντας ένα κείμενο περί ελευθερίας, που αναρτήθηκε στο άλλο ιστολόγιό μου: http://seagullstefanos.blogspot.com/2007/11/blog-post_26.html]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου