Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Αργοπεθαίνει [Pablo Neruda]

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο
και τα διαλυτικά σημεία στο "ι"
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων
που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα
για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του
να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του
ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.

Pablo Neruda

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Η διαθήκη μου [ή] “Αντισταθείτε” [Μιχάλης Κατσαρός]


Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.
Μιχάλης Κατσαρός

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Μία (άλλη) πρόταση για τις διαπροσωπικές σχέσεις


«[Η πρότασή μου για τις διαπροσωπικές σχέσεις]:
Θέλω να με ακούς χωρίς να με κρίνεις.
Θέλω τη γνώμη σου χωρίς συμβουλές.
Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις.
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι ν’ αποφασίζεις για μένα.
Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις.
Θέλω να με κοιτάς χωρίς να προβάλλεις τον εαυτό σου σε μένα.
Θέλω να με αγκαλιάζεις χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ.
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια χωρίς να με σπρώχνεις.
Θέλω να με υποστηρίζεις χωρίς να με φορτώνεσαι.
Θέλω να με προστατεύεις χωρίς ψέματα.
Θέλω να πλησιάζεις χωρίς να εισβάλλεις.
Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν. Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις.
Θέλω να ξέρεις… πως σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου… Χωρίς όρους»

[Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκαϊ «Ιστορίες να σκεφτείς»]

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – Μια σημαντική επιστολή


Η επιστολή που ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έστειλε στους φίλους του πριν απορυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας (καρκίνος στους λεμφαδένες)


“Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.

Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’αυτό που αξίζουν, αλλά γι’αυτό που σημαίνουν.

Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’έβλεπα, θα έλεγα “σ’αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.”

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Ζητώντας το φως

-Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
σαν τι να ’ναι που ζητάτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μεσ’ στο σκοτεινό στρατί
τ’ ανηφορικό, γιατί;
νυχτωμένοι στρατοκόποι;

Να! Σε λίγο αρχίζ’ η μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός.
Και το λιγοστό αστροφώς
που σιγοφέγγει τώρα
όπου ναν’ κι αυτό θα σβύσει.
Και σεις τρέχετε, γυρνάτε,
λες και βιάζεστε να πάτε
σε νυκτερινό μεθύσι.

Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
σαν τι να ’ναι που ζητάτε
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;

-Τι ζητάμε; Φως, διαβάτη;
Είν’ ο πόθος ο βαθύς
κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Σαν ποιο ναν’ το μονοπάτι,
που στο Φως θε να μας φέρει;
Αχ! κανείς μας δεν το ξέρει.

Φως ζητάμε, Φως διαβάτη.
Πήραμ’ ένα γιδοστράτι
Και χαθήκαμε στα σκότη,
απ’ την πρώτη μας τη νιότη,
και ζητάμε κι όλο πάμε
κι όσο πάμε και ζητάμε.

Πόσα χρόνια πάνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεις;
Μέτρησέ μας τα αν μπορείς.
Με την ίδια πάντα φόρα,
Στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς,
τριγυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι, παρωρίτες,
και γυρεύουμε το Φως.

Πήγαμε στη Βαβυλώνα,
στο Θιβέτ, στην Καρχηδόνα,
στης Αιγύπτου τις ερμιές.
Μας εμάθαν όλοι οι δρόμοι
κι όλες οι νεροσυρμές
ως την Κίνα κι ως τη Ρώμη.

Τίποτα! Νεκρές ελπίδες!
Δεν ευρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ακτίδες.
Φως ζητάμε, Φως, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
και πετάμε νύχτα – μέρα
απ’ τον Νείλο στον Ευφράτη
κι ως τις θάλασσες κι ως πέρα.

Τρέξαμε στο Καπιτώλιο
και στον βράχο τον αιώνιο,
κι ανεβήκαμε κι αυτές
του Ολύμπου τις κορφές.

Μα και δω η χαρά σαν πρώτα
σβύστηκε σαν λευκαφρός:
Ήταν φώτα, χίλια φώτα
μα δεν ήτανε το Φως…
Και κινήσαμε και πάλι
Και ριχτήκαμε ξανά
στα λαγκάδια, στα βουνά,
στα σκοτάδια και στην πάλη.

Και γυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς.
Αχ! πονόψυχε διαβάτη,
πες εσύ, ποιο μονοπάτι,
θα μας φέρει προς το Φως;

-Κουρασμένοι στρατοκόποι,
που σας είδαν τόσοι τόποι,
που σας θόλωσαν το μάτι
καταιγίδα, ανεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλει
προς της Βηθλεέμ τη χώρα.

Είν’ το ίδιο το στρατί
το ματόβρεχτο που φθάνει
στο μαρτυρικό στεφάνι
κι ως το Γολγοθά κρατεί.
Ακολουθάτε το, ακολουθάτε:
Απ’ τη Φάτνη ως το Σταυρό
μπόρεσα και γω να βρω
τ’ άυλο Φως π’ αναζητάτε.
Γεώργιος Βερίτης (ή Αλεξανδρος Γκιάλας)
[Μελοποίηση από τον μουσικοσυνθέτη Απόστολο Βαλληνδρά]
Υ.Γ. Σχετικό κείμενό μου ανάρτησα στο άλλο ιστολόγιό μου: