“Ημέρα ποίησης”!...
Γη των απουσιών
Τώρα, θα κοιτάζεις μια θάλασσα.
Η διάθεση να σ’ εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σε βρίσκει:
πικρή παραθαλάσσια αοριστία.
Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ.
Των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως και ούτε φως,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω απ’ το τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτά
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα, θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους
οι αγνές ησυχίες τριγύρω.
Με τη σιωπή σου θα τις κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα
κι ανεβαίνει. Σε κρατάει στο ράμφος της.
Πού ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους
για να σε καταλάβω;
Θα κοιτάζεις μιαν έρημη θάλασσα.
Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει
από πλαγιά που γλυκά
και μ’ ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μες στην απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
που έχω γι’ αυτές διαβάσει
στους πολύτομους κόπους που έδεσα.
Σ’ έν’ αβαθή σου στεναγμό βούλιαξ’ ένα βαπόρι.
Δεν θα ήτανε βαπόρι. Θα ήταν σκιάχτρο
στα υγρά περβόλια της φυγής
να μην πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.
Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στα πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστής στα πρώτα βότσαλα.
Τους σκάει ένα φιλί και ξεμεθάει.
Τώρα, θα σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν
οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
και θα επιστρέφεις κάπου.
Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιαν άλλη άπλα,
αλλού γυμνή κι αλλού ντυμένη με βλάστηση.
Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα,
κατέβηκε από γλάρος,
βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.
Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς
ούτε διά ξηράς ούτε διά θαλάσσης.
Αυτό το δισκίο,
το ακουμπισμένο στο μαύρο ατμοσφαιρικό τραπέζι
που το περνάς κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, για φεγγάρι,
άσ’το, δεν είν’ φεγγάρι.
Είναι το βραδινό μου χάπι
το ψυχότροπο.
[Κική Δημουλά]
Τα πάθη της βροχής
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστικός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου ’μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένσταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα να’ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
[Κική Δημουλά]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου