[Απόσπασμα από το “H πείνα και η δίψα του ανθρώπου”, του βιβλίου “Πείνα και Δίψα” του Χρήστου Γιανναρά, σελ. 11-18]:
«Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος. “Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα”, έγραφε ο ποιητής. Μα όχι “ίσως”. Εμείς τα θέλουμε όλα. Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθειά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια. Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε. Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας… πιο διψασμένη ύστερα απ’ αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ’ τη νοσταλγία.
Τι διψάμε; Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει. Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση.
Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ’ στη ζωή».
* * *
[Απόσπασμα από το “Εγώ μόνος και ο Θεός”, του βιβλίου “Πείνα και Δίψα” του Χρήστου Γιανναρά, σελ. 42-47]:
«[…] Μα δε σταμάτησα τη μεγάλη οδοιπορία μου ούτε στο δάσος ούτε στη θάλασσα ούτε στο μόχθο του ανθρώπου ούτε στον έρωτα που κάνει πάλι παρθένα τη ζωή. Γιατί παντού εκεί υπήρχε κάτι από την παρουσία του Θεού, μα εγώ Τον ζητούσα ολόκληρον. Και τράβηξα μακριά, πολύ μακριά, κι έμεινα πίσω όλα αυτά τα συναπαντήματα κι απόμεινα να περπατώ στην έρημο, σε μια ζωή που ήταν όλη μια έρημος. Γιατί ο Θεός δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο όταν απομένεις μονάχος. ¨όταν μέσα στην ερημιά του κόσμου ζήσεις τη δική σου γυμνή μοναχικότητα και την παρουσία του Θεού μόνο. Αυτός είναι ο κλήρος του κάθε ανθρώπου που ζητάει το Θεό πάνω στη γη. Γι’ αυτό και περπατώ αδιάκοπα στην κάθε μέρα, στην κάθε ώρα, χωρίς σταθμό κι ανάπαυλα. Μόνη η ηχώ των βημάτων μου με συντροφεύει στην ερημιά του κόσμου. Και μέσα σ’ αυτή την ερημιά, που είναι όλο γωνιές και όλο καμπές, καρτερώ το Θεό. Γιατί ξέρω πως υπάρχει, ξέρω πως με περιμένει εκεί που σβήνει ο δρόμος, σε μια γωνιά ή σ’ ένα λόφο. Αυτή η αναμονή είναι κιόλας μια γεύση του Θεού. Μέσα στον κόσμο υπάρχω εγώ μόνος, που περπατώ μέσ’ στην απέραντη ερημιά, κι ο Θεός που Τον ψηλαφώ να παραμονεύει εκεί που σβήνουν οι δρόμοι…
…Κι είναι η ατέλειωτη πορεία μου κι η απέραντη ερημιά κι η συντροφιά του Θεού ένα μεγάλο μαρτύριο και μια μεγάλη ανάπαυση».