Από την προηγούμενη ανάρτηση προκύπτει ότι τα πράγματα μπορούν να ορώνται – θεώνται από διαφορετικές σκοπιές και οπτικές γωνίες. Και θα ήταν ευχής έργο και προς όφελός μας, νομίζω, να προσπαθούμε να ανακαλύπτουμε τις διαφορετικές αυτές οπτικές. Είναι θέμα άσκησης! Τόσο η θέαση, όσο και η έκφραση αυτού που βλέπουμε. Παράδειγμα, οι “Aσκήσεις Ύφους” του Ραιημόν Κενώ.
Από τις περίπου εκατό “Ασκήσεις” του, επέλεξα τυχαία οκτώ [Τα αποσπάσματα που παρατίθενται είναι από την μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Ύψιλον”] και σας προτείνω να διαβάσετε στο βιβλίο τις υπόλοιπες. Και, ενδεχομένως, να επιχειρήσετε να “ασκηθείτε” και εσείς…
Ασκήσεις Ύφους (Ραιημόν Κενώ)
Σημειώσεις
Σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ού ο λόγος αρπάζεται μ’ ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται. Δύο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρομ, μπροστά στο σταθμό σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ’ ένα φίλο του που του λέει: “Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου”. Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί.
Αφήγηση
Μια μέρα γύρω στο μεσημέρι, στην περιοχή του πάρκου Μονσό, πάνω στην πλατφόρμα ενός σχεδόν πλήρους λεωφορείου της γραμμής S (σήμερα 84), πρόσεξα έναν άνθρωπο με πολύ μακρύ λαιμό, που φορούσε ένα μαλακό καπέλο, που είχε γύρω του ένα πλεχτό κορδόνι αντί για κορδέλα. Ο άνθρωπος αυτός τα’βαλε ξαφνικά με τον διπλανό του, κατηγορώντας τον πως επίτηδες του πατούσε τα πόδια κάθε φορά που επιβάτες ανέβαιναν ή κατέβαιναν. Εγκατέλειψε πάντως νωρίς τη συζήτηση, για να ριχτεί σε μια θέση που άδειασε. Δύο ώρες αργότερα, τον ξαναείδα μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ, να συζητάει μεγαλοφώνως μ’ ένα φίλο του, που τον συμβούλευε να μικρύνει το άνοιγμα του πέτου του παλτού του, βάζοντας έναν έμπειρο ράφτη να του ράψει λίγο ψηλότερα το πάνω πάνω κουμπί.
Λιτό
Ήμασταν κάμποσοι και μας πήγαιναν στριμωγμένους. Ένας νεαρός, που δεν έδειχνε και πολύ ξύπνιος, κουβέντιασε για λίγο μ’ έναν κύριο που στεκόταν δίπλα του, κι ύστερα πήγε και κάθισε. Δύο ώρες αργότερα, τον ξανασυνάντησα: ήταν παρέα μ’ ένα φίλο του και μιλούσαν για ρούχα.
Η υποκειμενική άποψη
Δεν ήμουν διόλου δυσαρεστημένος με το ντύσιμό μου εκείνη τη μέρα. Πρωτοφορούσα ένα παρδαλούτσικο καπέλο κι ένα παλτό, για το οποίο πολύ καμάρωνα. Μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ συνάντησα τον Χ που προσπάθησε να μου χαλάσει το κέφι, θέλοντας να μου αποδείξει πως το παλτό μου ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο και πως θα’πρεπε να προσθέσω εκεί ένα κουμπί. Πάλι καλά που δεν τόλμησε να θίξει το καπέλο μου. Λίγο νωρίτερα, έβαλα όπως έπρεπε στη θέση του ένα παλιοτόμαρο που το’κανε επίτηδες να με ξενυχιάζει κάθε φορά που περνούσε κόσμος, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Αυτό συνέβη σ’ ένα από κείνα τα βρωμερά λεωφορεία που πήζουν στη λαϊκούρα ακριβώς εκείνες τις ώρες που είμαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιώ.
Κι άλλη υποκειμενική άποψη
Ήταν σήμερα δίπλα μου στο λεωφορείο ένα από κείνα τα μυξιάρικα που, ευτυχώς, εκλείπουν σιγά σιγά, γιατί καμιά μέρα θα σκότωνα κανένα από δαύτα. Ο λεγάμενος, ένα τσογλάνι γύρω στα είκοσι έξι, τριάντα, μου την έδινε πολύ, όχι μόνο για το μακρύ λαιμό του σαν ξεπουπουλιασμένης γαλοπούλας, αλλά και γιατί είχε στο καπέλο του αντί για κορδέλα ένα λεπτό μελιτζανί κορδόνι. Α το κάθαρμα! Πόση αηδία μου προκαλούσε! Όπως λοιπόν είχε πολύ κόσμο στο λεωφορείο εκείνη την ώρα, έβρισκα την ευκαιρία, κάθε φορά που στριμωχνόμασταν για να κατέβει ή να ανέβει κόσμος, να του χώνω τον αγκώνα μου στα παϊδια του. Στο τέλος μου την κοπάνησε, πάνω που ήμουν έτοιμος να του τραβήξω ένα ξεγυρισμένο ξενύχιασμα. Θα του’λεγα ακόμα, μόνο και μόνο για να τον φτιάξω, πως το παλτό του ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο.
Μάγκικο
Νταν μεσημέρι καβαλάω το ές. Σκάω τα λεφτά ως είναι φυσικόν και προχωράω στα παραμέσα. Να σου που λες κι ο δικός σου, ένας φιόγκος μ’ ένα σβέρκο σαν τηλεσκόπιο κι ένα σπάγκο στην καπελαδούρα. Εγώ το κόβω το παιδί να πούμε γιατί έχει χάζι, όταν όλως αιφνιδίως γυρνά στον παραδίπλα και του τη βγαίνει ούτως: Λίγη προσοχή δε βλάφτει, πάτα και λίγο λεωφορείο, πώς μου ξηγιέσαι έτσι, κοντεύεις να μου δώσεις τα νύχια μου στο χέρι, και ούτω καθεξής. Πάνω που αδειάζει όμως μια θέση, γίνεται μπουχός και μην τον είδατε. Διελθών αργότερα της Κουρ ντε Ρομ, τον ξαναπαίρνει ο οφθαλμός μου να’χει πιάσει λακριντί μ’ έναν άλλο φιόγκο, σουλούπι τάλε κουάλε. Και τι γυρνάει ο δικός του και του λέει! Να ράψει κι άλλο κουμπί άμα λάχει στο μπαρντεσού του!
Modern Style
Σ’ ένα αστικό μια μέρα, γύρω στο μεσημέρι, υπήρξα μάρτυς της ακόλουθης μικρής κωμικοτραγωδίας. Ένας τζιτζιφιόγκος, που τον κατέτρυχε ένας μακρύς λαιμός και (άλλο πάλι τούτο) ένα μικρό σιρίτι ολόγυρα από το καπέλο του (είναι πολύ της μόδας, αλλά εγώ δεν το πάω καθόλου), με την πρόφαση πως τάχα μου έπεφτε γερό σπρώξιμο, βγήκε του διπλανού του μ’ ένα τουπέ, που πρόδινε ένα χαρακτήρα αδύνατο, και τον κατηγόρησε πως του ποδοπατούσε συστηματικά τα λουστρίνια του κάθε φορά που ανέβαιναν ή κατέβαιναν κυρίες ή κύριοι που κατευθύνονταν προς το Σαμπερέ. Ο τύπος δεν περίμενε ούτε στο ελάχιστο μιαν απόκριση που, το δίχως άλλο, θα τον έφερνε να γίνει χαλκομανία στο πάτωνα και σκαρφάλωσε με ζωηράδα στο υπερώο, όπου τον καρτερούσε ένα ελεύθερο κάθισμα, γιατί ένας από τους χρήστες του οχήματός μας μόλις είχε πατήσει το πόδι του στη λιωμένη άσφαλτο του πεζοδρομίου της πλατείας Περέρ. Δύο ώρες αργότερα, καθώς τώρα βρισκόταν η αφεντιά μου στο υπερώο, είδα ξανά το παιδαρέλι, για το οποίο σας μίλησα πιο πάνω, που’δειχνε ν’ απολαμβάνει πλέρια τα λεγόμενα ενός νεαρού λιμοκοντόρου, που οπωσδήποτε το’παιζε συμβουλάτορας του για το πώς φοριέται ένα κοντομάνικο στο καθωσπρέπει.
Φτωχό
Που λες, στάθηκα στη στάση ώσπου στάθηκε το λεωφορείο. Μπαίνει ένας μ’ ένα μακρύ τέτοιο κι ένα πράμα στο κεφάλι μ’ ένα μαραφέτι. Οπωσδήποτε του μπήκε του διπλανού του γιατί πήγε να του βγει από δίπλα. Μετά του μπήκε να πάει να κάτσει σ’ ένα απ’ αυτά τα πώς τα λένε. Πιο ύστερα, μπροστά στο σταθμό Σαιν-Κι-Εγώ-Δεν-Ξέρω-Τι, ένας φίλος του του’λεγε του τύπου, να ράψεις, λέει, του’λεγε, λίγο πιο πάνω ετούτο σου. Αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου